Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Το αυτοκίνητο




 Του Τρύφωνα Ούρδα Μέρος Α΄ 



    Το πήραμε συνεταιρικό με τον θείο μου τον Μήτσο, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Θυμάμαι ότι όταν το φέρανε τα μεσάνυχτα στο χωριό από τη Θεσσαλονίκη, η χαρά μας ήταν τόσο μεγάλη στην οικογένεια, που ακόμα και μένα, πολύ μικρό παιδί τότε, με ξύπνησαν για να το δω. Σαν να ήταν χτες έρχεται στη μνήμη μου η πρώτη εικόνα του, με τα φώτα μπροστά να θαμπώνουν τα αγουροξυπνημένα μάτια μου, ενώ κάτω από την αστροφεγγιά να μου κάνουν εντύπωση, τo μπλε ανοιχτό του χρώμα, καθώς επίσης και μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, η βοή του από τα μαρσαρίσματα της μηχανής. Δεν ξέρω ήταν σαν να έβλεπα ένα όνειρο, από εκείνα που βλέπουν μονάχα τα παιδάκια και χαίρονται τη ζωή!
   Και φυσικά από εκείνη την ώρα μέχρι το πρωί και εγώ από τη χαρά μου δεν έκλεισα μάτι! Έτσι από πολύ πρωί, προτού ακόμα να βγει ο ήλιος, σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και σχεδόν πατώντας στα νύχια μη με καταλάβει η μάνα μου, βγήκα από το σπίτι και το έψαχνα στην αυλή που ήταν παρκαρισμένο. Όταν το βρήκα, θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά την ομορφιά του, άνοιξα την πόρτα και ανέβηκα απάνω του στη θέση του οδηγού. Είχε τη μυρουδιά του καινούργιου αυτοκινήτου. Έπιασα με τα χέρια μου το τιμόνι και άρχισα να το κουνάω δεξιά και αριστερά σαν να οδηγούσα, παρά το γεγονός ότι λόγω ύψους, έβλεπα μονάχα μέχρι το κοντέρ του, που είχε τους αριθμούς από το δέκα μέχρι το εκατό. Να βλέπω μπροστά στο παρμπρίζ και έξω δεν με ενδιέφερε, γιατί έτσι κι αλλιώς καθισμένος δεν το έφτανα, ούτε βέβαια είχα ανάγκη να αλλάζω ταχύτητες με τον μεγάλο λεβιέ ταχυτήτων του, ούτε ακόμα τέλος με ενδιέφερε αν δούλευε και ο κινητήρας του. Εγώ έβλεπα και οδηγούσα μονάχα με τη φαντασία μου, ενώ τα χείλη μου έκαναν το βούισμα της μηχανής…
    Και πήγαινα όπως ήθελα με το αυτοκίνητο! Σταματούσα και ξεκινούσα με το μυαλό μου, πατούσα φρένο βγάζοντας με το στόμα μου στριγκλιές που βγάζουν οι ρόδες, χαιρετούσα με το χέρι μου όσους πεζούς συναντούσα στο δρόμο, κολακευόμουνα που μεγάλος πια οδηγούσα φορτηγό και ήμουνα ανώτερος σε όλα από εκείνους που δεν είχαν αυτοκίνητο και περπατούσανε με τα ποδαράκια τους, ενώ εγώ..! Παράλληλα, άναβα και έσβηνα ένα μικρό λαμπάκι που ανακάλυψα τυχαία στον ουρανό της καμπίνας, πατούσα και τραβούσα και άλλα κουμπιά που ανάθεμά μου αν ήξερα τι ήτανε και τέλος πάντων εκείνο το πρωί, έκανα τα πάντα για να πείσω τον εαυτό μου, πως εγώ είμαι ο οδηγός του αυτοκινήτου και πηγαίνω όπου θέλω, όπου τραβάει η καρδούλα μου και εσείς αν θέλετε με ακολουθείτε! Τι να πω! Ευτυχώς που πάνω στο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν και τα κλειδιά της μηχανής. Γιατί με τον ενθουσιασμό που είχα, ήμουνα ικανός στην πραγματικότητα να το βάλω μπροστά και να πάω… ας μην το συζητάμε καλύτερα!
   Και στο σχολείο που πήγα! Εκεί ήταν το κάτι άλλο! Καμιά επαφή με το περιβάλλον, το θρανίο, το τετράδιο, τον πίνακα, ακόμα και μ’ αυτόν το δάσκαλο. Η σκέψη μου ήταν συνεχώς στο αυτοκίνητο. Τον συμμαθητή μου τον Λάκη, που καθότανε δίπλα μου, τον είχα ζαλίσει με τις φλυαρίες μου γι αυτό. Και πόσο όμορφο είναι, και πόσο τρέχει στο δρόμο, και τι βαρύ φορτίο σηκώνει, έχει αυτό το εξάρτημα, έχει το άλλο. Μόνο δεν ξέρω αν του είπα τότε πως «πετάει». Και κοντά σ’ αυτόν άκουγαν και οι άλλοι συμμαθητές μου και δεν πίστευαν στα μάτια τους για όλα αυτά που έλεγα! Εξάλλου, ποιος θα μπορούσε να πιστέψει, πως εκείνη την εποχή εμείς, όχι και μια τόσο εύπορη οικογένεια και στα «καλά καθούμενα», θα αγοράζαμε με τον θείο μου αυτοκίνητο, τη στιγμή που στο χωριό μόνο κάρα ή στην καλύτερη περίπτωση, δυο-τρία τρακτέρ κυκλοφορούσαν. Αυτοκίνητο και μάλιστα τόσο προχωρημένης για εκείνα τα χρόνια τεχνολογίας, αλήθεια σας λέω δεν υπήρχε!
   Από τότε και μετά, το αυτοκίνητο βρισκόταν συνέχεια σε κίνηση. Εκτελούσε «πάσης φύσεως» μεταφορικό έργο. Αν και εξωτερικά στην καρότσα του έγραφε «οπωρολαχανικά κι ιχθείς», που σήμαινε μεταφορές πραγμάτων σχετικές με τις λαϊκές αγορές, η ανάγκη το έφερε να κάνει και άλλες μεταφορές, δηλαδή πέρα από εκείνες για τις οποίες εκδόθηκε η άδεια κυκλοφορίας του!
   Πρώτα-πρώτα μετέφερε γεωργικά προϊόντα από το χωράφι στο σπίτι. Και αυτά δεν ήταν λίγα! Θέλετε ξερό καλαμπόκι, μπάλες με τριφύλλι, θέλετε καπνό, σιτάρι, πεπόνια, καρπούζια. Ακόμα και ζώα για πούλημα μετέφερε από τα χωριά στο παζάρι της Αριδαίας και συγκεκριμένα στο λεγόμενο «χαϊβάν παζάρ», τοποθεσία που είναι σήμερα το εργοτάξιο του Δήμου και το πρακτορείο ΚΤΕΛ. Υπήρχαν βέβαια για τη μεταφορά ζώων και τα τρίκυκλα των χασάπηδων. Όμως ο χώρος που διέθεταν αυτά για τη μεταφορά ήταν μικρός, ενώ το δικό μας αυτοκίνητο διέθετε διπλάσιο και τριπλάσιο χώρο!
   Επίσης το αυτοκίνητο πρωτοστατούσε και στις μετακομίσεις νοικοκυριών. Όποια οικογένεια από το χωριό μας ή από τα διπλανά χωριά μετακόμιζε, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, μετέφερε την οικοσκευή του. Και αυτό φυσικά, όχι τη μέρα αλλά τις μεταμεσονύκτιες ώρες για… ευνόητους λόγους.
    Σε μια από αυτές τις μετακομίσεις ήμουνα και εγώ παρών. Θυμάμαι ότι ξεκινήσαμε σκοτάδι από την Αγάθη με πολλή βροχή και με ένα δρόμο γεμάτο λακκούβες και πολλά νερά, μια και η ασφαλτόστρωση του δρόμου, υπήρχε από τη Χαλκηδώνα και μετά. Σαν φτάσαμε στην Πέλλα, εκεί σταματήσαμε για ξεκούραση και αναψυχή στα δύο μαγαζάκια που ήταν πάνω στο δρόμο και βέβαια «ερείπια» τους υπάρχουν στον τόπο ακόμα και σήμερα. Μέχρις εκεί εγώ σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, κοιμόμουνα στα πόδια του πατέρα μου. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο θείος μου ο Μήτσος.
    Στο κατάστημα που σταματήσαμε, εγώ με πρησμένα τα μάτια, ζήτησα να πιω βυσσινάδα. Και ακόμα σαν από όνειρο θυμάμαι, το ηλεκτρόφωνο που έπαιζε έξω με τραγούδια του Καζαντζίδη, τα γκαρσόν που πήγαιναν και έρχονταν εξυπηρετώντας τους πελάτες αλλά και τον κόσμο που χόρευε και γλεντούσε. Μα πιο πολύ τότε, θυμάμαι τους ανθρώπους, τους χωριανούς μας που σαν να ήταν «λαθρεπιβάτες», ταξίδευαν μαζί μας πίσω στην καρότσα του αυτοκινήτου. Και αυτό γιατί δεν χωρούσαμε τόσοι πολλοί να είμαστε μέσα στην καμπίνα. Όλοι τους ήταν μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο και κατεβαίνοντας από αυτό έρχεται στη μνήμη μου η εικόνα, που τίναζαν από πάνω τους τα νερά! Ο Βαγγέλης, ο Θωμάς, ο Γιάννης, ο Γιώργος, αγαπητά πρόσωπα σε μας, ήταν τότε μαζί μας. Όλοι τους φίλοι του πατέρα και του θείου μου, κάτοικοι στον απάνω μαχαλά. Τι να πούμε για την ταλαιπωρία τους! Η τέντα που διέθετε «το όχημα» ήταν τρύπια και κακής ποιότητας! Παρόλη όμως αυτή τη δοκιμασία, οι φουκαριάρηδες γελούσαν και αστειευόντουσαν μεταξύ τους! Κανένα παράπονο. Ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα…
   Και μια και μιλάμε για μεταφορές, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και τις υπηρεσίες που προσέφερε το αυτοκίνητο, παίρνοντας τον ρόλο καί του ΤΑΧΙ. Βέβαια σε όλες τις περιπτώσεις εδώ χωρίς χρήματα, γιατί αυτός δεν ήταν ο ρόλος του! Πόσες και πόσες φορές χωριανοί μας, είτε τη μέρα, είτε τη νύχτα δεν χτύπησαν το τζάμι του σπιτιού μας, ζητώντας από τον πατέρα μου να μεταφέρει κάποιο δικό τους άρρωστο άτομο σε γιατρό στην Αριδαία; Ακόμα δεν ήταν και λίγες οι φορές, που μετέφερε  γυναίκες ετοιμόγεννες στο Νοσοκομείο για να γεννήσουν!
   Όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα  περίπτωσης τέτοιων μεταφορών, θυμάμαι ότι ήταν ένα βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Με πολύ άστατο καιρό, ήρθε στο σπίτι μας η Εκκλησιαστική Επιτροπή του Ναού μας και ζητούσε επίμονα, σχεδόν παρακλητικά από τον πατέρα μου, να πάει με το αυτοκίνητο σ’ ένα διπλανό χωριό, προκειμένου να φέρει στο χωριό μας τη Δωροθέα, ένα συνταξιούχο ιερέα να κάνει την Ανάσταση επειδή ο δικός μας ο παπάς την τελευταία στιγμή αρρώστησε. Αν και η ενημέρωση για τη μεταφορά έγινε κάπως αργά και ο δρόμος ήταν σε άθλια κατάσταση από τη βροχή, το αυτοκίνητο έκανε το θαύμα του και έφερε τον ιερέα στο Ναό, λίγο πριν αρχίσει το «δεύτε λάβετε φως», με τον κόσμο μέσα έτοιμο να τον περιμένει κρατώντας τις λαμπάδες στα χέρια του. Εγώ εκείνο το βράδυ, ήμουνα με τη μάνα μου στην Εκκλησία και σαν να είναι τώρα θυμάμαι που ο ιερέας μπήκε στο Ναό, σχεδόν τρέχοντας για να προλάβει την ώρα, κρατώντας στα χέρια το καλυμαύχι και τα ράσα του. Έτσι η Ανάσταση έγινε με τους πιστούς «ευχαριστημένους» και τον παπά να επιστρέφει στο χωριό του με τον ίδιο τρόπο που ήρθε!
   Ολοζώντανες αναμνήσεις έχω ακόμα από το αυτοκίνητο και όταν αυτό ερχότανε στο σπίτι μας από τη λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης, φορτωμένο με φρούτα,  ζαρζαβατικά και λαχανικά. Και την αδερφή μου, πολύ πιο μικρή από μένα, να ξεφαντώνει από τη χαρά της μόλις τα έβλεπε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη εντύπωση μας έκανε καί τους δυο, να βλέπουμε τα πορτοκάλια να είναι χύμα στην καρότσα του, τα καρπούζια και τα πεπόνια να φτάνουν μέχρι τα παραπέτα του και να μυρίζουν ωραία, τις ντομάτες, τα κρεμμύδια και τις πατάτες αραδιασμένα στη σειρά μέσα στα τελάρα, έτοιμα να «τεθούν προς πώληση» στη λαϊκή και τις παλάντζες με τα καντάρια και τις ζυγαριές δίπλα τους! Και όλα αυτά πότε; Όταν όλα αυτά οι μανάβηδες τα πουλούσαν στις γειτονιές με τα γαϊδουράκια ή με εκείνα τα δίτροχα κάρα και το καμπανάκι δεμένο στα χερούλια τους.
   Και στη συνέχεια, ακόμα πιο ολοζώντανες αναμνήσεις, όταν με το αυτοκίνητο πουλούσαμε και εμείς στα χωριά τα παραπάνω προϊόντα που αναφέραμε. Όσες φορές τύχαινε να είμαι κι εγώ στη «γύρα», με τον πατέρα ή με τον θείο μου, θυμάμαι πως στους μαχαλάδες που γυρίζαμε, γινόταν «χαμός» από κόσμο και ιδιαίτερα από μικρά παιδιά, που έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητο. Άλλοι από τους ανθρώπους-πελάτες ερχόταν να αγοράσουν, άλλοι μονάχα για να δούνε και να «θαυμάσουν» τα πωλούμενα, άλλοι για να μιλήσουν και να κάνουν κριτική στην ποιότητά τους. Εδώ βέβαια, ίσως να υπήρχαν και κάποιοι, που ήθελαν πολύ να αγοράσουν μερικά από τα είδη μας, όμως δεν είχαν λεφτά να τα πάρουν και ντρέπονταν να το πούνε! Ίσως… γιατί φτωχοί πάντα υπήρχαν και υπάρχουν!
   Αξέχαστη και εδώ η εικόνα των γιαγιάδων με τα μαύρα φουστάνια τους, τις χρωματιστές ποδιές περασμένες στη μέση τους και τις μαύρες μαντήλες δεμένες στα κεφάλια. Όλες να κάθονται αραδιασμένες στη σειρά πάνω στα σκαμνάκια ή πάνω στις πέτρες μέσα στις πλατείες και να σηκώνονται «μονομιάς» σαν έβλεπαν να σταματάει κοντά τους το αυτοκίνητο, κάτω από τα χοντρά πλατάνια, παίζοντας στο μεγάφωνο του «τέρμα» παραδοσιακή μουσική. Και όλες κάτι είχανε να πούνε για τα προϊόντα!
-Α! Καλά βρε παιδί μου τα καρπούζια αλλά σαν παλιά τα βλέπουμε! Και μιλούσαν με τόση σιγουριά, λες και ήταν μέσα στα καρπούζια.
-Ε! Αυτές τις πατάτες δεν τις βλέπω και πολύ σόι αλλά… βάλε μου κανα-κιλό!
-Πω, πω! Τα σταφύλια πολύ γλυκά! Αμά ακριβά..!
Και το καλύτερο!
-Κοίτα να δεις. Καλά είναι και θα πάρω. Όμως θα σε πληρώσω με στάρι ή καλαμπόκι. Λεφτά δεν πήραμε ακόμα από τα… «κουκούλια» ή τα «καπνά»
 Και άντε τώρα εσύ να διαλέξεις και μάλιστα να κάνεις την ισοτιμία σε δραχμές, από είδος σε είδος, προκειμένου να μην αδικήσεις και να μην αδικηθείς!
   Ωστόσο κάποτε και εγώ «μεγάλωσα» και ήθελα «μερτικό» στην οδήγηση! Το «μεγάλωσα» βέβαια, μην το φανταστεί κανείς ότι είχα ηλικία για νόμιμη οδήγηση. Άντε το πολύ να ήμουνα δεκαπέντε, δεκαέξι ετών. Εξ άλλου το δικαίωμά μου αυτό για την οδήγηση προέκυπτε, επειδή από πολύ πιο μικρός, εγώ ήμουνα εκείνος που έπλυνε και καθάριζε το αυτοκίνητο, κάθε φορά που αυτό είχε το «χάλι» του, μετά από ταξίδι ή το χωράφι και προπαντός, επειδή σχεδόν από «κούνια» ήξερα να το οδηγώ. Επομένως γιατί να μην είχα και εγώ το δικαίωμα, να κάνω μ’ αυτό μια βόλτα στην πλατεία του χωριού, επιδεικνύοντας έτσι τις οδηγικές μου ικανότητες στους φίλους και συμμαθητές μου, μα πιο πολύ στα κορίτσια, ανεβάζοντας έτσι το «καρνέ» των μετοχών μου στα μάτια τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

https://www.meapopsi.gr/2021/06/blog-post_89.html#more