Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε ένα ήσυχο κτήμα του Σβορώνου Πιερίας, ο γεωπόνος Τάσος Μίχος από την Καστοριά έθετε τα θεμέλια για μια γεωργική επανάσταση που θα άλλαζε για πάντα το τοπίο της ελληνικής παραγωγής φρούτων. Φύτευε δέκα μικρά δενδρύλλια ενός εξωτικού φρούτου από την Κίνα, αγνώστου τότε στην Ελλάδα, με τριχωτό καφέ φλοιό και ζωηρή πράσινη σάρκα. Κόβοντας τον καρπό στη μέση, η ακτινωτή του εμφάνιση του θύμισε ρόδα ποδηλάτου, δίνοντάς του το όνομα που θα τον καθιερωνε: ακτινίδιο.
Σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, το ακτινίδιο δεν είναι απλώς ένα ακόμη φρούτο στην ελληνική γη. Έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο επικερδείς καρπούς για τον Έλληνα παραγωγό, με την Ελλάδα να κατέχει ηγετική θέση στην παγκόσμια παραγωγή. Η περιοχή της Πέλλας, καρδιά της παραγωγικής ζώνης της Βόρειας Ελλάδας, διαδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εντυπωσιακή ανάπτυξη.
Η πορεία του ακτινιδίου στην Ελλάδα ήταν σταδιακή αλλά σταθερά ανοδική. Η υψηλή διατροφική του αξία, πλούσιο σε βιταμίνη C και αντιοξειδωτικά, το κατέστησε γρήγορα δημοφιλές στους καταναλωτές, τόσο στην εγχώρια όσο και στις διεθνείς αγορές. Όμως, το πραγματικό άλμα έγινε τα τελευταία χρόνια, με την Ελλάδα να εκμεταλλεύεται συγκυρίες και να αναδεικνύεται σε παγκόσμιο πρωταγωνιστή.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας, η Ελλάδα το 2022 παρήγαγε το 7,6% της παγκόσμιας παραγωγής ακτινιδίου, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση πίσω από την Κίνα, τη Νέα Ζηλανδία και την Ιταλία. Ωστόσο, η φετινή χρονιά προμηνύεται ακόμη πιο ευνοϊκή. Η σημαντική μείωση της παραγωγής στην Ιταλία, τον κύριο ανταγωνιστή της Ελλάδας, λόγω του βακτηριακού έλκους που έπληξε τις καλλιέργειες κίτρινου ακτινιδίου και του φαινομένου της κατάρρευσης των ακτινιδίων (Moria), άνοιξε ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική παραγωγή.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Δενδροκομίας του τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, Αθανάσιος Μολασιώτης, η Ελλάδα βρέθηκε σε θέση "μπαλαντέρ", καλύπτοντας τα κενά της ιταλικής αγοράς και προσελκύοντας μεγάλα consortia παραγωγής και logistics ακτινιδίου όπως η Zespri, η Jingold και η Kikoka. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων ποικιλιών και καλλιεργητικών τεχνικών στη χώρα, πέρα από το παραδοσιακό πράσινο ακτινίδιο Hayward.
Η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πυλώνα της ελληνικής παραγωγής ακτινιδίου. Η Κεντρική Μακεδονία κατέχει σχεδόν το 50% της εγχώριας παραγωγής, με την Πιερία να πρωτοστατεί με 2.896 παραγωγούς, ακολουθούμενη από την Ημαθία (1.445) και την Πέλλα (972). Η Πέλλα, με τις ιδανικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και την τεχνογνωσία των παραγωγών της, έχει αναδειχθεί σε κέντρο αριστείας για την καλλιέργεια του ακτινιδίου.
Οι εκτιμήσεις για τη φετινή παραγωγή είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες, αγγίζοντας τους 336.000 τόνους, ενώ προβλέπεται ότι το 2028 θα ξεπεράσει τους 400.000 τόνους. Το ακτινίδιο Hayward, με την εξαιρετική του προσαρμοστικότητα και την υψηλή του απόδοση, έχει εδραιωθεί ως μια εξαιρετικά κερδοφόρα καλλιέργεια για τους Έλληνες παραγωγούς. Με τιμή παραγωγού που αγγίζει το 1 ευρώ ανά κιλό και μέσο κόστος παραγωγής 0,40 ευρώ, το περιθώριο κέρδους είναι σημαντικό, καθιστώντας δύσκολη την εγκατάλειψη του πράσινου ακτινιδίου για τις πιο απαιτητικές κίτρινες ποικιλίες.
Ωστόσο, παρά την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή πράσινου ακτινιδίου, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πρόκληση όσον αφορά τις εξαγωγές. Ακολουθώντας την τακτική του ελαιολάδου, μεγάλο μέρος της παραγωγής εξάγεται χύδην στην Ιταλία. Αυτό το "παράδοξο", όπως το χαρακτηρίζει ο κ. Μολασιώτης, οφείλεται στην περιορισμένη διεισδυτικότητα της χώρας στις διεθνείς αγορές και στην ανάγκη αξιοποίησης των πιο ανεπτυγμένων logistics των Ιταλών.
Παράλληλα, πολλοί Έλληνες παραγωγοί εμφανίζονται διστακτικοί στην ένταξή τους σε οργανωμένα consortium ακτινιδίου, χάνοντας δυνητικά οφέλη από τη συλλογική διαπραγματευτική δύναμη και την κοινή προώθηση των προϊόντων τους.
Ο κ. Μολασιώτης τονίζει την ανάγκη η Ελλάδα να περάσει από το στάδιο του "αναδυόμενου αστέρα" σε αυτό του "πρωταθλητή", επενδύοντας στην καινοτομία, την παραγωγή νέας γνώσης και την ανάπτυξη υποδομών, όπως ψυκτικοί θάλαμοι και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο για το μέλλον του ελληνικού ακτινιδίου είναι το κίτρινο ακτινίδιο. Ενώ στην Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία αποτελεί το 70% των καλλιεργειών, στην Ελλάδα η καλλιέργειά του παραμένει περιορισμένη. Ο κ. Μολασιώτης εξηγεί ότι το κίτρινο ακτινίδιο είναι πιο απαιτητικό στην καλλιέργεια, χρειάζεται διαφορετικές τεχνικές και περισσότερη φροντίδα. Ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για νοτιότερες περιοχές της χώρας, καθώς έχει μικρότερες απαιτήσεις σε ώρες ψύχους.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθηγητής χαρακτηρίζει τις δύο κατηγορίες ακτινιδίων "άσπονδους φίλους", καθώς απευθύνονται σε διαφορετικά καταναλωτικά κοινά. Η παρουσία ιταλικών κολοσσών όπως η Jingold στην Ελλάδα, με σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή κίτρινου ακτινιδίου, δείχνει το δυναμικό αυτού του τομέα. Η Jingold Greece συνεργάζεται ήδη με περισσότερους από 120 παραγωγούς σε όλη τη χώρα, καλλιεργώντας πάνω από 3.000 στρέμματα και δημιουργώντας μια καθετοποιημένη δομή από τον παραγωγό μέχρι τον τελικό καταναλωτή.
Την ίδια στιγμή, και άλλοι μεγάλοι παίκτες της παγκόσμιας αγοράς ακτινιδίου, όπως η Zespri και η Kikoka, αναπτύσσουν τα επενδυτικά τους σχέδια στην Ελλάδα για το κίτρινο ακτινίδιο, αναγνωρίζοντας τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας.
Η ιστορία του ακτινιδίου στην Ελλάδα, ξεκινώντας από τα δέκα μικρά δενδρύλλια στην Πιερία, είναι μια ιστορία επιμονής, καινοτομίας και επιτυχίας. Η Πέλλα, ως πρωτοπόρος και συνεχιστής αυτής της παράδοσης, βρίσκεται στην καρδιά αυτής της ανάπτυξης. Με την κατάλληλη στρατηγική, επενδύσεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, και με την αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει η παγκόσμια αγορά, το ελληνικό ακτινίδιο έχει τη δυνατότητα να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του ως ένα χρυσό παιδί της ελληνικής γεωργίας, με την Πέλλα να παραμένει ο ακτινοβόλος πυρήνας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου