Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΕΦΕΣΕΩΣ - ΑΠΟΦ. 108.2014 ΜΟΝ. ΕΦΕΤ. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΕΩΣ
 Με μια από τις ελάχιστες πρωτοποριακές, τολμηρές και γενναίες δικαστικές αποφάσεις, που διαβάζουμε με ένα ευχάριστο ξάφνιασμα, ο Δικαστής του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων Λ. Καρέλος, Εφέτης, έκρινε...
 παραδεκτή την έφεση, που άσκησε ο ενδιαφερόμενος πολίτης,  κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, αν και ο ασκήσας την έφεση δεν είχε πληρώσει το παράβολο.
           
Ειδικότερα,  το Εφετείο έκρινε με την υπ’ αριθμ 108/2014 απόφασή του [η απόφαση δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Νομικό Βήμα [ΝοΒ] 62, 2014, σελ. 1638 κ.ε. Βλ. επίσης και  Σχόλιο στην απόφαση αυτή του Βασίλη Χειρδάρη με τίτλο : «Το παράβολο για άσκηση έφεσης και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο», στο ίδιο τεύχος, σελ. 1641 – 1644], ότι οι διατάξεις,   που επιβάλλουν την πληρωμή παραβόλου,  ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης,  θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη  και είναι ανίσχυρες, ως αντίθετες στις αυξημένης ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αλλά και στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του πολίτη σε δικαστική προστασία.
           
Το δικαστήριο αναγνωρίζει τη δυνατότητα του νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων, με την επισήμανση ότι αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα,  πέραν των οποίων καταλήγουν στην άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
           
Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, το παράβολο των διακοσίων [200] ευρώ, που αξιώνει ο νόμος για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά,  με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί,  αντικειμενικά,  να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί  από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Και συνεχίζει η δικαστική απόφαση :
            «Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού».
           
Στη συνέχεια,  η απόφαση δέχεται ότι η θέσπιση του παραβόλου αποτελεί καθαρά εισπρακτικό μέτρο,  με το οποίο επιδιώκεται,  μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων. Το μέτρο αυτό δεν συμβάλλει ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων, ούτε εξυπηρετεί την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης.
           
Σύμφωνα πάντα με την απόφαση, αν η πραγματική πρόθεση του νομοθέτη ήταν η εύρυθμη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης και όχι ο ταμειακός σκοπός, τότε δεν θα απαλλασσόταν από την σχετική υποχρέωση ούτε το δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας,  που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αναφερεται στην αρχή της ισότητας όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου.
Η απόφαση υπογραμμίζει ότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα, που ασκεί το ίδιο το δημόσιο, αφού με ελάχιστες εξαιρέσεις,  το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο,  διέρχεται απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας,  ακριβώς επειδή δεν επιδικάζεται εναντίον του καμία δικαστική δαπάνη, σε περίπτωση ήττας του,  ακόμα και εκείνες οι υποθέσεις, στις οποίες το αποτέλεσμά τους είναι εκ των προτέρων γνωστό [ εννοεί προφανώς στο σημείο αυτό ότι το αποτέλεσμα είναι απορριπτικό για το δημόσιο],  ή ακόμα και αν πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας.
           
Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης,  η μη προκαταβολή του, η οποία συνεπάγεται την απόρριψή της, δεν επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει,   βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων η οικονομική δυνατότητα του ασκούντος την έφεση, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο.
           
Το παράβολο αποτελεί εκ των προτέρων κύρωση,  σε βάρος του ασκούντος την έφεση, πριν το δικαστήριο την κρίνει στην ουσία της, οπότε θα μπορούσε,  σ’αυτή την περίπτωση, να επιβάλλει το παράβολο σε βάρος του διαδίκου,  που την άσκησε,  αν τελικά το δικαστήριο την απορρίψει. Με την προκαταβολική απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως, όμως,  δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος λόγος από το δημόσιο,  της αποτροπής των πολιτών να ασκούν αβάσιμες εφέσεις, αφού η έφεση,  είτε βάσιμη, είτε αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί. Επομένως, θα έπρεπε  το Εφετείο να δικάζει στην ουσία της την κάθε υπόθεση, που οδηγείται ενώπιόν του, ανεξάρτητα από παράβολα και την  προκαταβολή τους.
           
Το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης, δηλαδή το δικαίωμα του πολίτη να δικαστεί η υπόθεση του σε δεύτερο βαθμό με την άσκηση εφέσεως,  προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και αφορά μεν ποινικές υποθέσεις, πλην όμως επειδή απηχεί γενικότερη άποψη και αντίληψη του διεθνούς νομοθέτη για την αποτελεσματική και ολοκληρωμένη προσφυγή του ατόμου, εφαρμόζεται αναλογικά και για τις αστικές δίκες, όπως δέχεται η απόφαση.
           
Καταλήγοντας,  η απόφαση τονίζει ότι η πρόβλεψη της καταβολής
παραβόλου για την άσκηση εφέσεως παραβιάζει την αρχή της ισότητας, διότι προβλέποντας αδιακρίτως την καταβολή του,  ως προϋπόθεση του παραδεκτού, προβαίνει σε διάκριση των πολιτών ανάμεσα σε αυτούς,  που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του και τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη  και σε αυτούς, που δεν έχουν την σχετική δυνατότητα, στερούμενοι, έτσι το έννομο αυτό  αγαθό. Η διάκριση αυτή και η στέρηση δεν είναι ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία και στο κράτος δικαίου.
Είναι πραγματικά περιττό κάθε σχόλιο, μπροστά στα λόγια ενός σεμνού, εντίμου και αξιόλογου δικαστή, ο οποίος δείχνει ότι δεν είναι αποκομμένος από την σκληρή πραγματικότητα, όπως πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, αλλά,  γνωρίζοντας την εξαθλίωση, που υφίστανται πολλοί συμπολίτες μας, ο Δικαστής αυτός δίνει ένα καλό μάθημα στην αυθαιρεσία του κράτους, που έχει προχωρήσει αδιακρίτως στην εφαρμογή μέτρων, τα οποία πλήττουν βάναυσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αλλά και στους ανάλγητους πολιτικούς, οι οποίοι, προκειμένου να διατηρήσουν την καρέκλα του βο[υ[λευτή [ και τον παχυλό μισθό του],  δεν διστάζουν να επικροτούν,  με την ψήφο τους,  αυτά τα τερατουργήματα. Δυστυχώς, λίγοι δικαστές θα ακολουθήσουν αυτή την εξαιρετική δικαστική απόφαση, για τον απλούστατο λόγο ότι εξυπηρετούνται πάρα πολύ από την θέσπιση της καταβολής του παραβόλου,  ως προϋπόθεσης του παραδεκτού, επειδή τους απαλλάσσει από πρόσθετη απασχόληση, αφού,  αν εξέλιπε το παράβολο,  θα ασκούνταν πολύ περισσότερες εφέσεις, απ’ όσες ασκούνται μετά τη θεσμοθέτησή του!  
Η θέσπιση του παραβόλου για την άσκηση εφέσεως εντάσσεται σε μία συνειδητή, και σκόπιμη τακτική της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έχει επιβάλλει,  τα τελευταία τέσσερα χρόνια,  πρωτοφανή μέτρα συρρίκνωσης των δικαιωμάτων των πολιτών και έχει ως στόχο να θέσει ένα ακόμα εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη.
Όσο περισσότερο ψαλιδίζονται τα δικαιώματα των πολιτών, οι οικονομικά αδύναμοι, που θα είχαν μεγάλες πιθανότητες να δικαιωθούν από τη δικαιοσύνη,  αποκλείονται από την  άσκηση του «ιερού» αυτού   δικαιώματος, όπως το χαρακτηρίζει το Εφετείο Ιωαννίνων και μένουν εντελώς απροστάτευτοι, αφού για οικονομικούς και μόνο λόγους χάνουν την πρόσβασή τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Από την παράθεση μέρους του σκεπτικού της απόφασης διαπιστώνουμε την πλήρη ισοπέδωση θεμελιωδών δικαιωμάτων εις βάρος των πολιτών,  από την ελληνική πολιτεία, για εισπρακτικούς,  και όχι μόνο,  σκοπούς. Είναι στο χέρι των ελλήνων δικαστών να δώσουν τη δική τους θεσμική απάντηση,  μέσω των αποφάσεών τους, πράττοντας το αυτονόητο, δηλαδή να μη λαμβάνουν υπόψη τη διάταξη,  που αναφέρεται στο παράβολο της εφέσεως, ως αντίθετη τόσο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με το ελληνικό Σύνταγμα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

https://www.meapopsi.gr/2021/06/blog-post_89.html#more