Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ο Μεγάλος Μανώλης Στρατάκης ιστορικός δημοσιογράφος της Μακεδονίας επιστρέφει με ρετρό άρθρο!

Σίγουρα οι παλιότεροι των φίλων έχουν διαβάσει το κείμενο αυτό. Όμως το ξαναδημοσιεύω, χάριν μιας φίλης το χατήρι της οποίας δεν θέλω να χαλάσω. Είναι άλλωστε ευκαιρία να το διαβάσουν και οι νεώτεροι των φίλων, και ιδιαίτερα αυτοί που επιζητούν αφορμές για να επιδείξουν το θεσπέσιο γέλιο τους.

Άλλωστε, αυτές τις μέρες το κείμενο αποκτά και ιδιαίτερη σημασία, καθότι ο υπερλαμπρότατος φίλος μου Γιάννης Κουβίδης, βρίσκεται με ένα χέρι σπασμένο, λόγω των άπειρων αμαρτιών που πληρώνει, και λόγω του ότι τον μάτιαξε εκείνη η σκρόφα η Σλεναρίκοβα, επειδή δεν ενέδωσε στις ανώμαλες σεξουαλικές απαιτήσεις της.
Ξαναδημοσιεύω, λοιπόν, το κείμενο, μετά φωτογραφίας όπου εικονίζονται ο Γιάννης Κουβίδης, ο Στέλιος Πολυχρόνης και η αφεντιά μου, όταν ετύγχανα…αγενής.
Κουβίδης σημαίνει ψυχοθεραπεία

Ο Γιάννης Κουβίδης εκ Τυλίσου γεννήθηκε με ένα εκ Θεού, εκ μοίρας και εκ καλών νεράιδων χάρισμα, το οποίο απορώ πώς οι καθ' ύλην και κατ' επιστημοσύνη αρμόδιοι περί την ψυχιατρική εξακολουθούν να μην εκμεταλλεύονται, έπ’ ωφελεία της ανθρωπότητας και δη των πασχόντων από βαρείες και θεωρούμενες ανίατες ψυχικές νόσους. Ο άνθρωπος αυτός αποτελεί το αποτελεσματικότερο φάρμακο κατά των οποιασδήποτε μορφής και βαρύτητας ψυχονευρωτικών ασθενειών. Λίγη ώρα, έως λίγες ώρες -ανάλογα με την κρισιμότητα της κατάστασης- εάν τον συναναστραφεί ο ασθενής, η απειροελάχιστη υπάρχει αμφιβολία περί της πλήρους ιάσεώς του.
Μπορεί κατά την παιδική και μετεφηβική ηλικία του να οδήγησε τους συγγενείς του και ιδιαίτερα τον δύσμοιρο πατέρα του στα πρόθυρα της παραφροσύνης, αυτό όμως δεν οφειλόταν σε κακή προαίρεση του Γιάννη, αλλά στο απίστευτο πείσμα του και στην άρνησή του να δεχτεί αφενός ότι οι ξυλιές προκαλούσαν πόνο και αφετέρου ότι κρύβει μέσα της σοφία η γνωστή ρήση σύμφωνα με την οποία όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
Από την άλλη μεριά, ο πατέρας του επέμενε να δοκιμάζει τις αντοχές δεσμίδων ράβδων στην πλάτη του Γιάννη και κατόπιν -προφανώς για να του στρώσει το ταλαιπωρημένο δέρμα του- χρησιμοποιούσε τη «συσκευή μασάζ» εκείνης της εποχής, τουτέστιν τη χονδρή ζωστήρα με τη βαριά αγκράφα. Ο γιος όμως δοκίμαζε την αντοχή των νεύρων του πατέρα, όσο αυτός δοκίμαζε την αντοχή της πλάτης του.
- «Χτύπα, μπρε μα δεν πονώ», του ‘λεγε κάθε φορά που η βέργα και η δερμάτινη ζώνη διαγωνίζονταν ποια θα προσγειωνόταν πρώτη στην πλάτη του. Όσο φώναζε ο Γιάννης πως δεν πονούσε, τόσο ο πατέρας του πάσχιζε να του αλλάξει γνώμη. Τελικά ο πατέρας παραιτήθηκε των φιλότιμων προσπαθειών του. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί λίγο ακόμα και θα περνούσε την κόκκινη γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια.
Ακολούθως ο Γιάννης Κουβίδης αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα. Όχι ακριβώς με αυτά καθαυτά τα γράμματα, αλλά με τους ανθρώπους εκείνους που σώνει και καλά ήθελαν να του τα μάθουν. Όχι πως δεν του άρεσαν τα γράμματα. Δεν του άρεσαν αυτοί που τα μάθαιναν, με τον τρόπο που τα μάθαιναν στους μαθητές. Έξι χρόνια στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, μόνο μαθηματικά έμαθε. Στα δάχτυλά του τα έπαιζε. Όλη μέρα με τα μαθηματικά ασχολιόταν. Μετρούσε πόσους καθηγητές και πόσες καθηγήτριες έκανε να εκδηλώσουν τάσεις αυτοκτονίας, μετρούσε το σύνολο των ημερών αποβολών από το σχολείο που είχε συγκεντρώσει, μετρούσε πόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα είχε διανύσει ο πατέρας του πηγαινοερχόμενος από την Τύλισο στο σχολείο κατόπιν κατεπείγουσας πρόσκλησης του γυμνασιάρχη, όλο μετρούσε ο Γιάννης. Γι αυτό και έγινε αετός στα μαθηματικά. Τόσο αετός που ο διοικητής μιας μεγάλης τράπεζας πληροφορήθηκε ότι στο Ηράκλειο ζούσε η μετενσάρκωση του Αϊνστάιν και έσπευσε να τον προσλάβει, βυθίζοντας σε απόγνωση τους συναδέλφους του διοικητές των άλλων τραπεζών, οι οποίοι ποτέ δεν συγχώρησαν στον εαυτό τους την απώλεια ενός τόσο τεράστιου κελεπουριού.
Έτσι, αφού εξασφάλισε στην τράπεζα την μη χρεοκοπία και την έβαλε στο δρόμο της ανάπτυξης (για τον πρόεδρο που τον είχε προσλάβει κάτι ακούστηκε ότι με το όνομά του στα χείλη του πέθανε αφού είχε πιει και κάμποσο παραθείο) βάλθηκε να αναζητά νέους τρόπους για να τρελάνει κι άλλους.
Σε εκείνη την φάση των φιλοσοφικών αναζητήσεών του είχε «προσλάβει» ως παραγιό του τον Στέλιο Πολυχρόνη. Άλλος γίγαντας της μετρημένης ζωής ο Στέλιος. Μόνο που τη ζωή αυτός τη μέτραγε με ένα δικό τους μέτρο το οποίο ήταν ... λαστιχένιο. Όσο το τράβαγε τόσο μεγάλωνε. Βρήκε λοιπόν ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και εμείς οι υπόλοιποι αποτελούσαμε τους απλούς κολαούζους. Την ομάδα κρούσης που παρενέβαινε κάθε φορά που ο Γιάννης και ο Στέλιος τα είχαν βρει σκούρα. Ή κάθε φορά που η δεύτερη (για... νταμιτζάνες μιλάμε) τσικουδιά τους είχε φέρει σε κατάσταση που να μη θυμούνται όχι κατά που έπεφτε το σπίτι τους αλλά ούτε κατά που έπεφτε η Κρήτη. Εκείνη την εποχή ο Γιάννης ήταν λάτρης της κρητικής μουσικής και των κρητικών χορών και μας τριγυρνούσε κάθε βράδυ σε κρητικά μουσικά στέκια. Φυσικά, ούτε από κρητική μουσική, ούτε από κρητικούς χορούς σκάμπαζε γρι. Το μόνο κρητικό τραγούδι που ήξερε ήταν ο «αργαλειός» του Μουντάκη κι αυτό δεν το ήξερε όλο. Όσο για χορό, μιμούνταν τους χιμπατζήδες που πηδούν από κλαδί σε κλαδί. Ο Στέλιος χειρότερος. Μπέρδευε τον λυράρη με τον λαουτιέρη και τον λαουτιέρη με τον σερβιτόρο. Κι εμείς οι υπόλοιποι, χειρότεροι από τον Στέλιο. Καμάρια της Κρήτης της Λεβεντογέννας. Λόγω ημών την είπαν λεβεντογέννα.
Γιατί πηγαίναμε στα κρητικά μαγαζιά; γιατί ο Κουβίδης είχε βρε ένα τρόπο να υποβάλλει τους άλλους σε υποχρεωτική ψυχοθεραπεία. Πάντα προσερχόταν στη βραδινή σύναξή μας με... σαγιονάρες. Λαστιχένιες σαγιονάρες έμφορτες ρύπων και αποπατημάτων. Με τις σαγιονάρες έμπαινε στο κέντρο και καθόταν στο πρώτο τραπέζι κατά τρόπο που να μοστράρει τα κάτω άκρα του σε κοινή θέα. Κατά τα άλλα ήταν αγέρωχος, σοβαρός και λιγομίλητος. Πού και πού έσκυβε στο αυτί του Στέλιου, του 'ριχνε μαζεμένα μια αρμαθιά μπινελίκια, ξαλάφρωνε και άρχιζε πάλι να ξύνει τις πατούσες του τη μια με την άλλη. Όταν έκρινε ότι είχε φτάσει η κατάλληλη ώρα, έδινε το σύνθημα και όλοι μας βρισκόμασταν στην πίστα.
Τα μπαλέτα «Μπολσόι» δεν έπιαναν μπάζο μπροστά μας. Πρώτος έσερνε το χορό ο Κουβίδης και εμείς σερνόμασταν πίσω του. Κυριολεκτικά σερνόμασταν. Ξαφνικά ο πρωτοχορευτής Γιάννης Κουβίδης άρχιζε τα απίστευτα ακροβατικά του. Τέτοιο χορό δεν τον κάνουν ούτε οι μπαμπουίνοι όταν έχουν βοσκήσει σε χασισοφυτεία. Ακροβατικά που σου έκοβαν την ανάσα. Η ορχήστρα είχε τρελαθεί (κυριολεκτικά) αφού άλλο χορό έπαιζε και άλλο χόρευαν οι χορευταράδες στην πίστα. Οι θαμώνες του μαγαζιού χειροκροτούσαν ακαταπαύστως, εκτιμώντας τη δεινότητα του αρχιχορευτή και όλων ημών των επί της πίστας σερνόμενων. Και εκεί ακριβώς, ο Γιάννης πραγματοποιούσε την εκτόξευση της πρώτης σαγιονάρας. Εκτός από δεινός χορευτής υπήρξε και δεινός σκοπευτής. Η σαγιονάρα έφευγε από το πόδι, διέγραφε ημικύκλιο στον αέρα και προσγειωνόταν πάνω στο τραπέζι κάποιας παρέας, ειδικότερα πάνω στα έπ’ αυτού ευρισκόμενα φαγητά, όπως σπαλομπριζόλες, γαμοπίλαφο και σαλατοειδή. Η εκτόξευση της δεύτερης σαγιονάρας γινόταν δευτερόλεπτα αργότερα και αφού ο Γιάννης είχε αποδείξει ότι μπορούσε να βάζει γυαλιά στους μπαμπουίνους, ακόμα και αν φορούσε μόνο μια παντόφλα. Φυσικά και η δεύτερη προσγειωνόταν πάνω σε πιάτα και αξιοσημείωτο υπήρξε το ότι ουδέποτε σαγιονάρα προσγειώθηκε επί κεφαλής ανθρώπου. Ευτυχώς, διότι εάν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, ακόμα θα τρώγαμε ξύλο υπό τους ήχους κρητικής μουσικής.
Τελείωνε, λοιπόν, ο χορός, καθίζαμε λαχανιασμένοι στο τραπέζι μας και ο Κουβίδης... περίμενε να του φέρουν τις σαγιονάρες. Ε, λοιπόν, όσο και αν ακούγεται απίστευτο, πάντα τις σαγιονάρες τους τις έφερναν όχι σερβιτόροι, αλλά θαμώνες οι οποίοι έβρισκαν και την ευκαιρία να 'ρθουν στο τραπέζι μας για να συγχαρούν τον... Κρητικό Νουρέγιεφ, γνωστό και ως Γιάννη Κουβίδη.
Μια άλλη βραδιά ο Γιάννης είχε προσέλθει στη σύναξη κρατώντας στο λυγισμένο χέρι του ένα διπλωμένο και τυλιγμένο σε χαρτί πανταλόνι που λίγο πριν είχε πάρει από το καθαριστήριο. Όσες ώρες η ρακή έρεε στο λαρύγγι μας δεν έλεγε να ακουμπήσει το πανταλόνι σε κάποια καρέκλα. Το γαϊδουρινό πείσμα του, του επέβαλε να το κρατά στο χέρι κι ας κόντευε να πάθει αγκύλωση. Με το ένα χέρι κρατούσε το πανταλόνι και με το άλλο το ποτήρι της ρακής. Όταν το μαγαζί ήταν να κλείσει, ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Τότε έπεσε και η ιδέα για... καντάδα στην κοπελιά ενός από την παρέα. Το σπίτι της το ξέραμε που ήταν. Το πώς θα πηγαίναμε εκεί δεν ξέραμε. Τόσο χάλια ήμασταν πως να προσανατολιστείς όταν... ο κόσμος γυρίζει;
Κύριος οίδε πως καταφέραμε να βρούμε το σπίτι. Μπροστά πήγαινε ο Κουβίδης, έχοντας πάντα στο λυγισμένο χέρι του το διπλωμένο πανταλόνι, ακολουθούσε ο υπασπιστής του ο Πολυχρόνης και μετά όλη η υπόλοιπη συνοδεία που έπαιζε και το ρόλο της... Χορωδίας. Κάποιοι εξ ημών έκαναν καντάδα, κάποιοι άλλοι έκαναν εμετό, ο Κουβίδης έβριζε τον Πολυχρόνη, ο Στέλιος φώναζε να πάμε να πιούμε καμιά ρακή γιατί είχε ξεραθεί ο λαιμός του, τέτοια καντάδα δεν είχε ματαγίνει. Ουδείς εκ των περιοίκων θεώρησε ότι αξίζαμε έστω και μια κουβαδιά νερό. Μας έγραψαν κανονικά.
Το διαλύσαμε και ο καθένας πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Ο Κουβίδης εξακολουθούσε να κρατά το τυλιγμένο πανταλόνι κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Τα νέα τα μάθαμε το πρωί από τον Στέλιο. Τον ξύπνησε ο Γιάννης του 'βαλε τις φωνές. Τι είχε γίνει; Όλη τη νύχτα ο Κουβίδης κουβαλούσε στο λυγισμένο χέρι του... μόνο το χαρτί του καθαριστηρίου. Το πανταλόνι του είχε πέσει και δεν το 'χε πάρει χαμπάρι!
Ξύπνησε τον Στέλιο και ξαμολήθηκαν να ψάχνουν το πανταλόνι. Μετά από πολύ ψάξιμο το βρήκαν μέσα σε μια κολύμπα από λάσπες.
Εύκολα μπορούσε κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα πώς θα αντιδρούσε ο Κουβίδης σε με συγκεκριμένη περίσταση. Αρκούσε να φανταστεί πώς δεν θα αντιδρούσε ο κάθε λογικός άνθρωπος σε αυτήν την περίπτωση και έτσι θα ήξερε πως θα αντιδρούσε ο Κουβίδης.
Μια βραδιά είπε η παρέα να με αποχαιρετήσει με ένα γλέντι σε κρητικό κέντρο. Είχα κατέβει στο Ηράκλειο για τις καθιερωμένες καλοκαιρινές διακοπές μου από τη Θεσσαλονίκη, είχε τελειώσει η άδειά μου, την άλλη μέρα θα έφευγα και από βραδύς μαζευτήκαμε για το απαραίτητο ξεσάλωμα. Στην παρέα, οι συνήθεις ύποπτοι. Ο Κουβίδης με την γυναίκα του την Εύα, ο Πολυχρόνης με την Πόπη, ο Γάσπαρης με τη Ντίνα, ο Νίκος Στρατάκης με την Αντιγόνη και η αφεντιά μου με την γυναίκα μου Μαρία. Καλά πήγαινε το γλέντι, μέχρι την ώρα που ο Κουβίδης αισθάνθηκε τα πόδια του να μιρμιδίζουν. Ήθελε να χορέψει τον γνωστό σε εμάς χορό των μπαμπουίνων. Όταν μας ανακοίνωσε την επιθυμία του, όλοι μαζί αφήσαμε ένα «ωχ» να εξέλθει των χειλέων μας. Δεν έδωσε καμία σημασία και όδευσε προς την πίστα, σέρνοντας μαζί του και τον μόνιμο παρτενέρ του τον Στέλιο, ενώ σηκώθηκε και ο Νίκος δια παν ενδεχόμενο. Άρχισαν να χορεύουν -τρόπος του λέγειν. Ο Κουβίδης άρχισε πάλι τα αεροπλανικά του, εμείς κάναμε πως δεν βλέπαμε τα ρεζιλίκια τους και ξαφνικά ο Κουβίδης έκαμε μια «φιγούρα» που δεν την είχαμε ξαναδεί. Έριξε ένα σάλτο και αμέσως μετά σωριάστηκε στην πίστα σε μια στάση που θύμιζε οκλαδόν αναμεμειγμένο με ανάσκελα και ολίγον πρυμηδόν. Τον χειροκροτήσαμε αποθεώνοντάς τον, αλλά αυτός δεν έλεγε να σηκωθεί. Όσο αυτός δεν σηκωνόταν, εμείς χειροκροτούσαμε, και όσο εμείς χειροκροτούσαμε, αυτός δεν σηκωνόταν. Πέρασε αρκετή ώρα για να καταλάβουμε ότι δεν επρόκειτο για «χορευτική φιγούρα». Απλώς, είχε σπάσει το πόδι του!
Εκείνη την εποχή τον προσφωνούσαμε «Περιφερειάρχη». Ο Πολυχρόνης ήταν ο «οδηγός» του και η Αντιγόνη η «γραμματέας» του. Κακήν κακώς τον φορτώσαμε σε μια κλούβα, καθισμένο σε μια καρέκλα και τον μεταφέραμε σε μια ιδιωτική κλινική του Ηρακλείου που εφημέρευε. Μόλις τον κατεβάσαμε -με χίλια ζόρια γιατί είναι και γομάρι- από το φορτηγάκι τον πλησίασε ένας νοσοκόμος για να ζητήσει τα στοιχεία του δια τα περαιτέρω.
- «Δεν με ξέρεις; Είμαι ο περιφερειάρχης», του φώναξε σε τόνο αυστηρό ο Κουβίδης.
Τα' χασε ο νοσοκόμος και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της κλινικής.. Σε λίγα λεπτά όλο το προσωπικό ήταν κοντά μας έτοιμο να θυσιαστεί για τον «περιφερειάρχη» που του έκανε την μεγάλη τιμή να τους εμπιστευθεί στο σπασμένο πόδι του. Δεν επέτρεψε όμως ο Γιάννης σε κανέναν να τον πλησιάσει. Αυτός ήθελε τους δικούς του ανθρώπους.
- «Σοφέρ, οδήγησέ με εντός», φώναζε στον Στέλιο, ο οποίος έσπευσε να πιάσει τα χερούλια της αναπηρικής πολυθρόνας στην οποία τον είχαν τοποθετήσει.
- «Γραμματεύς, ελάτε κοντά μου», φώναζε στην Αντιγόνη κι εκείνη έτρεχε.
Όλοι οι γιατροί έπεσαν πάνω του για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Πίστευαν ότι τις προσφέρουν στον Περιφερειάρχη Κρήτης. Τόσο πειστικός ήταν.
Αφού μπλαστράκωσαν στις γάζες και στους γύψους, φύγαμε όλοι μαζί για το σπίτι του. Υποτίθεται ότι ήμασταν όλοι στεναχωρημένοι για το συμβάν. Είπαμε λοιπόν να πιούμε μια ρακή στην υγειά του πριν φύγουμε. Τελικά φύγαμε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Μόλις και μετά βίας πρόλαβα το αεροπλάνο για την Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς τότε δεν απαγορευόταν η μεταφορά οινοπνευματωδών στο αεροπλάνο. Αν απαγορευόταν, σίγουρα δεν θα μου επέτρεπαν την επιβίβαση, αφού στο στομάχι μου μετέφερα ίσα μ' ένα ντεπόζιτο ρακή, σουβενίρ της προηγούμενης νύχτας.
Γι αυτό λέω ότι ο Γιάννης Κουβίδης αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο θεραπείας των ψυχικών ασθενειών. Φτάνει να μπορείς να τον αντέχεις και κυρίως να τον αγαπάς, όπως τον αγαπούμε όλοι εμείς μισόν αιώνα τώρα. Όπως αγαπούμε τον ίδιο, τη γυναίκα του την Εύα και τα παιδιά του, τον Βαγγέλη και τη Μαρία.
Στους γάμους των παιδιών του δεν μπόρεσα να είμαι παρών και το 'χω βάρος στη συνείδησή μου. Παρόντες όμως ήταν όλοι οι άλλοι της παρέας, με πρώτον τον Στέλιο, ο οποίος και στο γάμο του Βαγγέλη και στο γάμο της Μαρίας, όντας μεθυσμένος όσο μόνο αυτός ήξερε να γίνεται, έπεσε από την πίστα την ώρα που χόρευε με αποτέλεσμα να τραυματισθεί, ευτυχώς ελαφρά.
Όταν κατέβηκα στο Ηράκλειο, μετά το γάμο της Μαρίας και τον δεύτερο τραυματισμό του, ο Στέλιος μου είπε:
- «Ευτυχώς δεν έχει άλλο παιδί να παντρέψει ο Κουβίδης. Αν είχε και τρίτο, θα πήγαινα στο γάμο κουβαλώντας και... την κάσα μου!».
Αν είναι να πεθάνεις στις χαρές του Κουβίδη, χαλάλι του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

https://www.meapopsi.gr/2021/06/blog-post_89.html#more